- ακαθιέρωτος
- -η, -ο (Α ἀκαθιέρωτος, -ον) [καθιερώνω]1. ακαθαγίαστος*2. αυτός που δεν έχει καθιερωθεί, θεσμοθετηθεί ή αναγνωριστεί επίσημα με συνεχή χρήση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαθιέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε: Η εκκλησία τελείωσε, αλλά είναι ακόμη ακαθιέρωτη. 2. αυτός που δεν καθορίστηκε επίσημα: Αυτή η γιορτή ήταν τότε ακαθιέρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)